- τερεβινθικός
- η , ό[ν] скипидарный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τερεβινθικός — ή, ό, Ν [τερέβινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερεβινθίνη ή στο τερεβινθέλαιο … Dictionary of Greek